-
1 ψυκτήρ
A wine-cooler, E.Fr. 726, Pl.Smp. 213e, IG22.1638.62, al., Stratt.59 (anap.), IG7.3498.29 (Orop.), Callix.2, J.AJ11.1.3, App. Mith. 115, Ath.11.502c;ψ. ἀργυροῦς μέγας δίωτος OGI214.56
(Branchidae, iii B. C.);ψυκτῆρά τις προὔπινεν αὐτοῖς Men.510
, cf. Antiph.114, Alex.9.12;ψυκτῆρες γάλακτος Philostr.Im.1.31
, cf. Poll.10.74.II ψυκτῆρες, οἱ, cool shady places for recreation, Nic.Thyat. ap. Ath.11.503c ( ψυκτήρια Casaubon).III ψυκτῆρες, = ταρσοί, Sch.Od.9.219.
См. также в других словарях:
ψυκτήρας — ο / ψυκτήρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. ψυκτικός θάλαμος ψυγείου αρχ. 1. σκεύος γεμάτο νερό όπου διατηρούσαν το κρασί δροσερό 2. (κατά τον Ησύχ.) είδος μεγάλου ποτηριού 3. είδος αγγείου κατάλληλου για την ψύξη γάλακτος, ψυγός* 4. στον πληθ. οἱ ψυκτήρες… … Dictionary of Greek